- μανιάζω
- (Μ μανιάζω [μανία]1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω2. (για τα στοιχεία τής φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανιάζω — μανιάζω, μάνιασα, μανιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μανιάζω — και μανίζω μάνιασα, μανιασμένος, με πιάνει μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, θυμώνω: Μόλις έμαθε τα ευχάριστα νέα μάνιασε από τη ζήλια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek
μάνιασμα — και μάνισμα, το [μανιάζω] 1. μανιώδης οργή, μεγάλος θυμός ή μίσος εναντίον κάποιου 2. (για τα στοιχεία τής φύσης) θυελλώδης ορμή («το μάνιασμα τών κυμάτων») … Dictionary of Greek
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
μανίζω — (AM μανίζω) νεοελλ. μσν. 1. μανιάζω 2. εχθρεύομαι 3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον αρχ. 1. βλάπτω, λυμαίνομαι 2. έχω παραισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ πληθ. τού παθ. αορ. τού μαίνομαι, σχημάτισε α εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος… … Dictionary of Greek
μανιαστής — μανιαστής, ὁ (Α) μαινόμενος, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανία, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. ρ. *μανιάζω] … Dictionary of Greek
τρεμομανιάζω — Ν τρέμω από μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + μανιάζω] … Dictionary of Greek
μανίζω — θυμώνω, μανιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)